- παραβλητέος
- -α, -ον, Α1. αυτός που πρέπει να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον2. (το ουδ.) παραβλητέονα) πρέπει κανείς να παραβάλει, να συγκρίνειβ) πρέπει κανείς να βάλει μπροστά σε κάποιον, πρέπει να δώσει («παραβλητέον βοϊ τροφήν», Γεωπ.).
Dictionary of Greek. 2013.